ὀρθός

ὀρθός
ὀρθός (-ός, -ῷ, -ούς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αί, -αῖςι), -άς; -όν acc.)
1 upright
a of pers.
I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. P. 3.53 ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. P. 3.96
II faithful, honest

ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

b of things.
a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) O. 10.4

ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72

σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν P. 4.267

ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. N. 1.43 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) I. 7.12 δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding *qr. 6. 8.
b straight, true, regular

καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.46

ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. P. 4.227

ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39

ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.
III upright, correct

βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75

πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91

ὀρθᾷ φρενί O. 8.24

εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. P. 3.80

δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. P. 6.19

πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.68

οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. N. 11.5 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρθός — straight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄρθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό 1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης). 2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός. 3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία. 4. μτφ., σωστός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθά — ὀρθός straight neut nom/voc/acc pl ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc/acc dual ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότερον — ὀρθός straight adverbial comp ὀρθός straight masc acc comp sg ὀρθός straight neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοτέρως — ὀρθός straight adverbial comp ὀρθός straight masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθῶν — ὀρθός straight fem gen pl ὀρθός straight masc/neut gen pl ὀρθόω set straight pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀρθόω set straight pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀρθόω set straight pres part act masc nom sg ὀρθόω set… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόν — ὀρθός straight masc acc sg ὀρθός straight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότατα — ὀρθός straight adverbial superl ὀρθός straight neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότατον — ὀρθός straight masc acc superl sg ὀρθός straight neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”